- Ἀντίλοχ'
- Ἀντίλοχε , Ἀντίλοχοςmasc voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ιππάζομαι — ἱππάζομαι (Α) [ίππος] 1. οδηγώ ίππους, οδηγώ άρμα («Ἀντίλοχ ἀφραδέως ἱππάζεαι», Ομ. Ιλ.) 2. ιππεύω («ἱππάζομαι ἐφ ἵππων», Ηρόδ.) 3. (για ίππο) α) ιππεύομαι, οδηγούμαι β) δαμάζομαι, τιθασεύομαι 4. διέρχομαι από κάπου έφιππος («ἱππάζεσθαι χώραν»,… … Dictionary of Greek